Έγχρωμες και ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το χθες και το σήμερα της πόλης μας, της ευρύτερης περιοχής του Νομού Ιωαννίνων και όχι μόνο.


ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ:

Μέσω email στο: photoioannina@gmail.com καθώς επίσης και μέσω των σχολίων στις αναρτήσεις μας





Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

1η Οκτωβρίου - Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων

Η 1η Οκτωβρίου έχει καθιερωθεί από τον Ο.Η.Ε. ως Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων και ο καθένας από μας έχει την ευκαιρία να θυμηθεί τους ανθρώπους που μας έφεραν στη ζωή και με την ευκαιρία, κοιτάζοντας σήμερα την ανήμπορη μητέρα μου, θυμήθηκα ένα απόσπασμα από κείμενο του εξαίρετου συμπατριώτη μας Μιχ. Γκανά το οποίο και της το αφιερώνω εξαιρετικά:

“Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.”
(Από το βιβλίο “Γυναικών – μικρές και πολύ μικρές ιστορίες, εκδ. Μελάνι”)

2 σχόλια:

  1. ΜΠΡΑΒΟ ρε Μιχαλη.
    Αυτα τα χερια ειναι η καλυτερη φωτογραφια που εχεις βγαλει ολα τα χρονια.
    Μπραβο για την εμπνευση,μπραβο για το εξαιρετο κειμενο αλλα μπραβο περισσοτερο για την τιμη που τους εκανες.
    Με συγκινησες.
    Χαιρομαι ιδιαιτερως που εισαι πολυ καλος μου φιλος.
    Μπορει να στεναχωριεμαι που ειμαστε μακρια,αλλα κατι τετοιες στιγμες συνειδητοποιω οτι η θεση σου ειναι εκει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να είσαι σίγουρος ότι κι εγώ χαίρομαι που είσαι φίλος μου και σ' ευχαριστώ πολύ γι' αυτό!

      Διαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...